Στο παρόν στάδιο δεν έχει θεσπιστεί κυπριακή νομοθεσία που να επιτρέπει την προώθηση αγωγών αποζημίωσης προς όφελος καταναλωτών στα πλαίσια της νέας οδηγίας (ΕΕ) 2020/1828.
Στην Κύπρο η Ευρωπαϊκή Οδηγία 2009/22/ΕΚ ήταν ο προπομπός θέσπισης του περί της Έκδοσης Δικαστικών Διαταγμάτων για την Προστασία των Συλλογικών Συμφερόντων των Καταναλωτών Νόμος του 2007 (101(I)/2007), ο οποίος δίνει το δικαίωμα σε οποιοδήποτε φορέα με αίτηση του προς το Δικαστήριο, να ζητήσει την έκδοση απαγορευτικού ή προστακτικού διατάγματος, περιλαμβανομένου και προσωρινού διατάγματος, εναντίον οποιουδήποτε προσώπου, το οποίο, κατά την κρίση του, ενέχεται ή/και ευθύνεται για οποιαδήποτε παράβαση, θίγοντας τα συλλογικά συμφέροντα των καταναλωτών τα οποία ο νομιμοποιούμενος φορέας προστατεύει. Η παραπάνω αίτηση δεν εμπίπτει στην έννοια των αντιπροσωπευτικών αγωγών. Η Ευρωπαϊκή Οδηγία 2009/22/ΕΚ θα καταργηθεί και θα αντικατασταθεί από την οδηγία (ΕΕ) 2020/1828 από τις 25 Ιουνίου 2023.
Αυτό που σήμερα ισχύει στα Κυπριακά δεδομένα, είναι η Υπηρεσία Προστασίας Καταναλωτή, με γενική εναρκτήρια αίτηση αρχίζει την διαδικασία εναντίον τον προμηθευτών που παραβιάζουν τα συλλογικά συμφέροντα των καταναλωτών, ήτοι κάθε πράξη ή παράλειψη αντίθετη προς τις διατάξεις Νόμου (Ο περί της Έκδοσης Δικαστικών Διαταγμάτων για την Προστασία των Συλλογικών Συμφερόντων των Καταναλωτών Νόμος του 2007 (101(I)/2007) που αναφέρεται στο Παράρτημα, η οποία θίγει τα συλλογικά συμφέροντα των καταναλωτών. Ωστόσο, η νέα οδηγία δεν θα πρέπει να αντικαταστήσει τους υφιστάμενους εθνικούς διαδικαστικούς μηχανισμούς προστασίας των συλλογικών ή ατομικών συμφερόντων των καταναλωτών. Λαμβάνοντας υπόψη τις νομικές παραδόσεις των κρατών μελών, θα πρέπει να αφήσει στη διακριτική τους ευχέρεια το αν θα εντάξουν τους διαδικαστικούς μηχανισμούς αντιπροσωπευτικών αγωγών που απαιτούνται από την παρούσα οδηγία στο πλαίσιο υφιστάμενου ή μελλοντικού διαδικαστικού μηχανισμού συλλογικών μέτρων παράλειψης (απαγορευτικών διαταγμάτων) ή μέτρων επανόρθωσης και/ή αποκατάστασης ή αν θα τους χρησιμοποιήσουν ως διακριτό διαδικαστικό μηχανισμό, υπό την προϋπόθεση ότι τουλάχιστον ένας εθνικός διαδικαστικός μηχανισμός αντιπροσωπευτικών αγωγών συμμορφώνεται με την παρούσα οδηγία.
Αναφορικά με τα δικαιώματα των καταναλωτών, είναι παραδεκτό ότι όταν αυτά παραβιαστούν, η παραβίαση στρέφεται συλλογικά εναντίον αριθμού επηρεαζόμενων καταναλωτών και επομένως η επαρκής προστασία τους εξυπακούει την παραχώρηση από το Κράτος δυνατότητας προώθησης αντιπροσωπευτικών συλλογικών αγωγών.
Η νέα Ευρωπαϊκή Οδηγία (ΕΚ)2020/1828 δίνει τη δυνατότητα σε οργανισμούς ή δημόσιους φορείς που έχουν οριστεί από κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) να ζητούν απαγορευτικά διατάγματα ή μέτρα επανόρθωσης και/ή αποκατάστασης για λογαριασμό ομάδων καταναλωτών μέσω αντιπροσωπευτικών αγωγών (συμπεριλαμβανομένων διασυνοριακών αντιπροσωπευτικών αγωγών). Αυτό συνεπάγεται τη διεκδίκηση αποζημίωσης από εμπόρους που παραβιάζουν τα δικαιώματα των καταναλωτών σε τομείς όπως οι χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, τα ταξίδια και ο τουρισμός, η ενέργεια, η υγεία, οι τηλεπικοινωνίες και η προστασία δεδομένων, κατά περίπτωση και σύμφωνα με την ενωσιακή ή εθνική νομοθεσία.
Η Ευρωπαϊκή Οδηγία (ΕΚ)2020/1828 προνοεί ότι τέτοιες αντιπροσωπευτικές συλλογικές αγωγές μπορούν να εγερθούν μόνο σε σχέση με αξιώσεις καταναλωτών και ότι οι θεραπείες που θα αναζητούνται περιλαμβάνουν τουλάχιστον ασφαλιστικά μέτρα και θεραπείες αποκατάστασης. Η Οδηγία προνοεί για τη δυνατότητα τέτοιων διαδικασιών να συμβιβάζονται, νοουμένου τους ότι οποιοσδήποτε τέτοιος συμβιβασμός θα εγκρίνεται από το Δικαστήριο.
Περαιτέρω, δεδομένου ότι τόσο οι δικαστικές όσο και οι διοικητικές διαδικασίες μπορούν να εξυπηρετούν αποτελεσματικά και αποδοτικά την προστασία των συλλογικών συμφερόντων των καταναλωτών, αφήνεται στη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών το κατά πόσον η αντιπροσωπευτική αγωγή μπορεί να ασκηθεί στο πλαίσιο δικαστικών ή διοικητικών διαδικασιών ή και των δύο, ανάλογα με τον σχετικό τομέα του δικαίου ή της οικονομίας.
Τα κράτη μέλη είχαν προθεσμία έως τις 25 Δεκεμβρίου 2022 για να μεταφέρουν την οδηγία στις εθνικές έννομες τάξεις τους, και έως τις 25 Ιουνίου 2023 για να εφαρμόσουν εθνικές διατάξεις για τη μεταφορά της οδηγίας. Σύμφωνα με την Οδηγία τα κράτη μέλη ορίζουν τους φορείς που θα έχουν τη δυνατότητα να ασκούν αντιπροσωπευτικές αγωγές εξ ονόματος των καταναλωτών.
Σύμφωνα με την Οδηγία μία αντιπροσωπευτική αγωγή, είτε σε εθνικό επίπεδο είτε διασυνοριακή, μπορεί να εγερθεί μόνο από Αρμόδια Οντότητα. Η Αρμόδια Οντότητα θα πρέπει να είναι εγγεγραμμένο νομικό πρόσωπο, το οποίο θα πρέπει να έχει επιδείξει (α) τουλάχιστον 12 μήνες πραγματική δημόσια δραστηριότητα σε σχέση με την προστασία δικαιωμάτων των καταναλωτών, (β) οι σκοποί τους να δεικνύουν ότι έχει έννομο συμφέρον στην προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών, (γ) να είναι μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα και (δ) ότι είναι ανεξάρτητη και δεν επηρεάζεται από τρίτους.
Ο νομιμοποιούμενος φορέας θα πρέπει να έχει τα διαδικαστικά δικαιώματα και τις αντίστοιχες υποχρεώσεις του ενάγοντος στη διαδικασία. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν την ευχέρεια να παρέχουν στους καταναλωτές που αφορά η αντιπροσωπευτική αγωγή ορισμένα δικαιώματα στο πλαίσιο της αντιπροσωπευτικής αγωγής, αλλά οι εν λόγω καταναλωτές δεν θα πρέπει να είναι ενάγοντες στη διαδικασία. Σε καμία περίπτωση, οι καταναλωτές δεν θα πρέπει να είναι σε θέση να παρεμβαίνουν στις διαδικαστικές αποφάσεις που λαμβάνουν οι νομιμοποιούμενοι φορείς, να ζητούν μεμονωμένα αποδείξεις στο πλαίσιο της διαδικασίας ή να προσφεύγουν μεμονωμένα κατά των διαδικαστικών αποφάσεων του δικαστηρίου ή της διοικητικής αρχής ενώπιον των οποίων ασκείται η αντιπροσωπευτική αγωγή. Επίσης, οι μεμονωμένοι καταναλωτές δεν θα πρέπει να έχουν διαδικαστικές υποχρεώσεις στο πλαίσιο της αντιπροσωπευτικής αγωγής και δεν θα πρέπει να επωμίζονται τα έξοδα της διαδικασίας, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις.
Οι καταναλωτές τους οποίους αφορά μια αντιπροσωπευτική αγωγή για μέτρα επανόρθωσης και/ή αποκατάστασης θα πρέπει να διαθέτουν επαρκείς ευκαιρίες, μετά την άσκηση της αντιπροσωπευτικής αγωγής, να εκφράσουν τη βούλησή τους να εκπροσωπηθούν ή όχι από τον νομιμοποιούμενο φορέα στη συγκεκριμένη αντιπροσωπευτική αγωγή και τη βούλησή τους να επωφεληθούν ή όχι από τα σχετικά αποτελέσματα αυτής της αντιπροσωπευτικής αγωγής. Για να ανταποκριθούν με τον καλύτερο τρόπο στις νομικές παραδόσεις τους, τα κράτη μέλη θα πρέπει να προβλέψουν μηχανισμό προαιρετικής συμμετοχής (opt-in) ή μηχανισμό προαιρετικής εξαίρεσης (opt out), ή συνδυασμό των δύο. Στο πλαίσιο του μηχανισμού προαιρετικής συμμετοχής, οι καταναλωτές θα πρέπει να υποχρεούνται να εκφράσουν ρητώς τη βούλησή τους να εκπροσωπηθούν από τον νομιμοποιούμενο φορέα σε μια αντιπροσωπευτική αγωγή για μέτρα επανόρθωσης και/ή αποκατάστασης. Στο πλαίσιο του μηχανισμού εξαίρεσης, οι καταναλωτές θα πρέπει να υποχρεούνται να δηλώσουν ρητώς τη βούλησή τους να μην εκπροσωπηθούν από τον νομιμοποιούμενο φορέα σε μια αντιπροσωπευτική αγωγή για μέτρα επανόρθωσης και/ή αποκατάστασης. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να αποφασίζουν σε ποιο στάδιο της διαδικασίας μπορούν οι μεμονωμένοι καταναλωτές να ασκήσουν το δικαίωμα τους για προαιρετική συμμετοχή ή εξαίρεση από αντιπροσωπευτική αγωγή.
Σύμφωνα με τους νέους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας, και συγκεκριμένα με τον Θεσμό 20.7, (Αντιπροσωπεύοντες διάδικοι με το ίδιο συμφέρον)
(1) Όταν πέραν του ενός προσώπου έχουν το ίδιο συμφέρον σε αιτία ή θέμα:
(α) η απαίτηση μπορεί να ξεκινήσει∙
ή
(β) το δικαστήριο δύναται να διατάξει όπως η απαίτηση συνεχίσει∙ από ή εναντίον ενός ή περισσοτέρων από τα πρόσωπα τα οποία έχουν το ίδιο συμφέρον ως αντιπρόσωποι οποιωνδήποτε άλλων προσώπων τα οποία έχουν το εν λόγω συμφέρον.
(2) Το Δικαστήριο δύναται να διατάξει όπως πρόσωπο δεν δύναται να ενεργεί ως αντιπρόσωπος.
(3) Διάδικος δύναται να αιτηθεί από το Δικαστήριο την έκδοση διατάγματος δυνάμει της παραγράφου (2).
(4) Εκτός αν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά, απόφαση ή διάταγμα το οποίο εκδίδεται σε απαίτηση στην οποία διάδικος ενεργεί ως αντιπρόσωπος, δυνάμει του παρόντος κανονισμού:
(α) είναι δεσμευτικά για όλα τα πρόσωπα τα οποία αντιπροσωπεύονται στην απαίτηση∙ αλλά
(β) μπορούν να εκτελεστούν από ή εναντίον προσώπου το οποίο δεν είναι διάδικος στην απαίτηση, μόνο με άδεια του Δικαστηρίου.
Επίσης σύμφωνα με τον Θεσμό 20.8 (Αντιπροσώπευση ενδιαφερομένων προσώπων τα οποία δεν μπορούν να εξακριβωθούν κ.τ.λ.)
(1) Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται σε απαιτήσεις για:
(α) την περιουσία αποθανόντος προσώπου∙
(β) περιουσία η οποία υπόκειται σε εμπίστευμα∙
ή
(γ) την ερμηνεία εγγράφου, περιλαμβανομένου νομοθετήματος.
(2) Το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει διάταγμα με το οποίο να διορίζει πρόσωπο να αντιπροσωπεύσει οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ή πρόσωπα στην απαίτηση όταν το πρόσωπο ή πρόσωπα τα οποία θα αντιπροσωπευτούν:
(α) είναι αγέννητα∙
(β) δεν μπορούν να ανευρεθούν∙
(γ) δεν μπορούν εύκολα να εξακριβωθούν∙ ή
(δ) αποτελούν κατηγορία προσώπων τα οποία έχουν το ίδιο συμφέρον σε απαίτηση και: (i) ένα ή περισσότερα μέλη της κατηγορίας αυτής εμπίπτουν στις υποπαραγράφους (α), (β) ή (γ)∙ ή (ii) ο διορισμός αντιπροσώπου προάγει τον πρωταρχικό σκοπό.
(3) Αίτηση για έκδοση διατάγματος δυνάμει της παραγράφου (2):
(α) μπορεί να υποβληθεί από:
(i) οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο ζητεί να διοριστεί, δυνάμει του διατάγματος∙ ή
(ii) οποιοδήποτε διάδικο στην απαίτηση∙ και
(β) μπορεί να υποβληθεί σε οποιοδήποτε χρόνο πριν ή μετά την έγερση της απαίτησης.
(4) Αίτηση για έκδοση διατάγματος, δυνάμει της παραγράφου (2) πρέπει να επιδίδεται:
(α) σε όλους τους διαδίκους στην απαίτηση, αν η απαίτηση έχει ήδη καταχωριστεί∙
(β) στο πρόσωπο του οποίου ζητείται ο διορισμός, αν το πρόσωπο αυτό δεν είναι ο αιτητής ή διάδικος στην απαίτηση∙ και
(γ) σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο σύμφωνα με τις οδηγίες του δικαστηρίου.
(5) Κανένα διάταγμα δεν εκδίδεται, δυνάμει του παρόντος κανονισμού εκτός αν το πρόσωπο το οποίο διορίζεται συναινεί στον διορισμό.
(6) Απαιτείται έγκριση του Δικαστηρίου για τον διακανονισμό απαίτησης στην οποία διάδικος ενεργεί ως αντιπρόσωπος, δυνάμει του παρόντος κανονισμού.
(7) Το Δικαστήριο δύναται να εγκρίνει διακανονισμό όταν ικανοποιείται ότι ο διακανονισμός είναι προς όφελος όλων των αντιπροσωπευόμενων προσώπων.
(8) Εκτός αν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά, απόφαση ή διάταγμα το οποίο εκδίδεται σε απαίτηση στην οποία διάδικος ενεργεί ως αντιπρόσωπος, δυνάμει του παρόντος κανονισμού:
(α) είναι δεσμευτικά για όλα τα πρόσωπα τα οποία αντιπροσωπεύονται στην απαίτηση∙ αλλά
(β) μπορούν να εκτελούνται από ή εναντίον προσώπου το οποίο δεν είναι διάδικος στην απαίτηση, μόνο κατόπιν άδειας του δικαστηρίου.
Disclaimer
Disclaimer
The content of this article cannot be considered as a legal advice. For any further information or advice on the particular matter, we strongly recommend that you contact us to be guided accordingly.