Του Χριστόδουλου Λεωνίδου
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ” στις 29/06/2019
Στο Κυπριακό δικαιικό σύστημα ύψιστης σημασίας είναι η διασφάλιση της διεξαγωγής δίκαιης δίκης. Η επιταγή τόσο του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, όσο και του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου εκτείνεται όχι μόνο σε ποινικής φύσεως υποθέσεις αλλά και σε υποθέσεις αστικής ή εμπορικής φύσεως.
Βασική έκφανση αυτού του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη αποτελεί η δυνατότητα σε κάθε εμπλεκόμενο μέρος να λαμβάνει γνώση της εναντίον του υπόθεσης και να παρέχεται σε αυτό η ευκαιρία να θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου τις θέσεις του ή την υπεράσπισή του.
Για να καταστεί τούτο εφικτό, έκαστο δικονομικό μέσο με το οποίο άρχεται οιαδήποτε διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου, πρέπει να επιδίδεται σε κάθε ενδιαφερόμενο μέρος.
Το θέμα της επίδοσης εγγράφων σε άτομα τα οποία διαμένουν εντός του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας και ως εκ τούτου εντός της δικαιοδοσίας των Κυπριακών Δικαστηρίων, καθορίζεται σαφώς, σε περίπτωση αστικών υποθέσεων από τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας και σε περίπτωση ποινικών υποθέσεων από τον περί Ποινικής Δικονομίας Νόμο ενώ έχει επίσης αναλυθεί σε σωρεία δικαστικών αποφάσεων.
Οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας επιτρέπουν επίσης την επίδοση δικογράφων ή άλλων εγγράφων σε ενδιαφερόμενα μέρη τα οποία διαμένουν σε τρίτα κράτη στη βάση Διεθνών ή Διμερών Συνθηκών που υπεγράφησαν μεταξύ των εν λόγω κρατών και της Κυπριακής Δημοκρατίας ή στη βάση Ευρωπαϊκών Κανονισμών.
Στην ουσία τους, τέτοιου είδους συμβάσεις επεκτείνουν την δικαιοδοσία του Δικαστηρίου σε εδαφική κυριαρχία άλλων κρατών και ως εκ τούτου τόσο η εφαρμογή όσο και η επιτυχία τους έχουν άμεση συνάρτηση με την πρόθεση εκάστου κράτους, να επιτρέψει, ρητά, τέτοιου είδους παρέμβαση.
Πέραν όμως της κατηγοριοποίησης των υποθέσεων σε αστικής και ποινικής φύσης υποθέσεις, οι ποινικές υποθέσεις περιέχουν και ακόμα μία υποκατηγορία, αυτή των ιδιωτικών ποινικών υποθέσεων.
Όσον αφορά τις ποινικές υποθέσεις, η διαδικασία επίδοσης ενταλμάτων και άλλων εγγράφων που αφορούν σε αυτές, εκτός της δικαιοδοσίας των Κυπριακών Δικαστηρίων, καθορίζεται από διάφορες διμερείς συνθήκες μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και άλλων Κρατών αλλά και στη βάση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για Αμοιβαία Αρωγή σε Ποινικά Θέματα.
Έχει όμως νομολογηθεί ότι οι διατάξεις τέτοιων συμβάσεων, εν απουσία ρητής πρόνοιας περί τούτου, δεν μπορούν να εφαρμοσθούν σε ιδιωτικές ποινικές διαδικασίες. Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για Αμοιβαία Αρωγή σε Ποινικά Θέματα, καθορίζει ρητά, ότι για να μπορέσει αίτημα για αρωγή να ληφθεί υπόψιν από το κράτος στο οποίο η επίδοση επιχειρείται θα πρέπει το εν λόγω αίτημα να αναφέρει απαραιτήτως την αρχή του κράτους που το υποβάλλει.
Έτσι παρά το ότι στο σώμα της σύμβασης δεν περιέχεται διαχωρισμός μεταξύ ιδιωτικών ποινικών και ποινικών υποθέσεων, έχει νομολογηθεί ότι με τη συγκεκριμένη πρόνοια, στην ουσία αποκλείονται από την εμβέλεια της εν λόγω σύμβασης οι ιδιωτικές ποινικές υποθέσεις. Με την ίδια λογική, και οι διμερείς συμβάσεις μεταξύ κρατών για αρωγή σε ποινικά θέματα, συμπεριλαμβανομένης και της επίδοσης κατηγορητηρίου εκτός δικαιοδοσίας, δεν εφαρμόζονται σε ιδιωτικές ποινικές υποθέσεις.
Δεν είναι σκοπός του παρόντος άρθρου να εξετάσει το δικαιολογημένο ή μη αυτής της διαφοροποίησης. Σκοπός όμως είναι να την εντοπίσει και να την φέρει στο προσκήνιο. Με αυτή την διαφοροποίηση ποινική δίκη η οποία ξεκινά από τις κεντρικές αρχές ενός κράτους, είναι δυνητικά πιο αποτελεσματική από δίκη η οποία άρχεται από ιδιώτη κατήγορο.
Επομένως, το δικαίωμα ιδιώτη κατήγορου να προωθήσει ιδιωτική ποινική, δεν αποτελεί ικανοποιητικό εχέγγυο προστασίας έναντι της πιθανής ηθελημένης ή μη ολιγωρίας που μπορεί να επιδείξουν οι δημόσιες αρχές στην άσκηση ποινική δίωξης.
Τούτο γιατί όπου η δίωξη αφορά φυσικό πρόσωπο το οποίο διαμένει στην αλλοδαπή, ακόμα και μετά από δέουσα επίδοση του κατηγορητηρίου, ο ιδιώτης κατήγορος δεν θα μπορεί να εξαναγκάσει τον κατηγορούμενο να παραβρεθεί στη δίκη, δεδομένου ότι τυχόν ένταλμα σύλληψης ακόμα και να εκδοθεί δεν θα μπορεί να εκτελεστεί.
Δεδομένου ότι ο σκοπός της ποινικής δίκης είναι η τιμωρία του αδικοπραγούντος και όχι η επίλυση κάποιας ιδιωτικής διαφοράς, επίδοση κατηγορητηρίου εκτός δικαιοδοσίας χωρίς να υπάρχει τρόπος εξαναγκασμού του κατηγορούμενου να παρευρεθεί στο Δικαστήριο ή χωρίς να παρέχεται οδός για εφαρμογή της οιασδήποτε ποινής, καθιστά την ποινική διαδικασία άνευ ουσίας και εξουδετερώνει τους σκοπούς αυτής.